πολυθειούχος

πολυθειούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
(χημ) (για χημ
ένωση) αυτή που περιλαμβάνει στη σύνθεση της μία ή περισσότερες ομάδες ατόμων θείου, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με ομοιοπολικούς χημικούς δεσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θειούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”